χαλκός AP4.3b
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουπήτωρ — δουπήτωρ, ο (Α) αυτός που παράγει δούπο, χτύπο … Dictionary of Greek
δουπήτορι — δουπήτωρ clattering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)